Ο Zappa ηχογράφησε ένα -και μοναδικό, από όσο γνωρίζω- ερωτικό τραγούδι, το Directly From My Heart To You, το οποίο, παρεπιμπτόντως, δεν ήταν δική του σύνθεση. Επιπλέον, σαν να ήθελε να αποστασιοποιηθεί περισσότερο από το θέμα, επέλεξε το βιολί και τη φωνή του Don “Sugarcane” Harris να πρωταγωνιστούν από την αρχή έως το τέλος, φτιάχνοντας έτσι μία τρυφερά σκληρή ερωτική εξομολόγηση, σαν ένα χριστουγεννιάτικο μπισκότο βουτηγμένο σε ένα ποτήρι Jack Daniels.

Αυτά. Για αρχή.

Είναι περίεργο που τρεισήμισι χρόνια τώρα, επιθυμώ να γράψω για τα τρέχοντα, τα φλέγοντα και τα σημαντικά και καταλήγω να μονολογώ για τραγούδια και μουσικές που με συν-κινούν, με ταξιδεύουν και με κάνουν άνθρωπο. Όσο περνά ο καιρός και ο χρόνος, βρίσκω αξία στη σιωπή και νόημα στην αφαίρεση. Διαισθάνομαι ότι κάτι σημαντικό κρύβεται πίσω από τις εμμονές και τα κολλήματά μου, μία άρρητη αλήθεια, ένα φευγαλέο κοίταγμα πέρα από τις αναπαραστάσεις των πραγμάτων, μέσα στη σπηλιά και τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του Ζην και του Ζεν. Τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους, όταν διάβασα τη συνέντευξη του Bruce Brubaker στο New York Pianist (15/12/2008). Εκεί, ο εξαίρετος πιανίστας, λέει μεταξύ άλλων:

«… Έχω μια θεωρία για την παλιά τριαδική σχέση μεταξύ συνθέτη, ερμηνευτή, ακροατή. Είναι πλέον παρελθόν και δεν πιστεύω ότι η ιδέα του συνθέτη ως δημιουργού, κάτι-σαν-θεϊκή-φιγούρα που παραδίδει τον νόμο (ή μάλλον ακριβέστερα παραδίδει την αρχή και το τέλος των πραγμάτων) δεν πιστεύω ότι έχει νόημα και ισχύ άλλο πια. Νομίζω ότι όλοι είμαστε συμμέτοχοι σε ένα είδος μουσικής εμπειρίας, το οποίο μπορεί να είναι κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από όσους εμπλέκονται στη σχέση, και έτσι ήταν πάντοτε. Και είναι τώρα, στον σημερινό κόσμο, που κάτι τέτοιο γίνεται εμφανές, καθώς οι παλαιού τύπου Τέχνες -που ήταν τόσο δικτατορικές και εξουσιαστικές από την πλευρά του συνθέτη/δημιουργού/συγγραφέα- αυτού του τύπου η Τέχνη δεν είναι τόσο αποτελεσματική στη σημερινή κοινωνία.

… Ο (Philip) Glass έχει εξηγήσει τον τρόπο που εκτιμά ότι ένα έργο Τέχνης (γενικά, αλλά ας μιλήσουμε για τη μουσική τώρα), κάθε σύνθεση δεν έχει ολοκληρωθεί έως ότου κάποιος την  ακούσει και είναι η ηχητική πρόσληψη από τον ακροατή που ολοκληρώνει τη σύνθεση. Έτσι, πράγματι δεν είναι ένα τελειωμένο πράγμα και φυσικά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι κάθε άτομο που το ακούει, και ας συμπεριλάβουμε αυτόν που το ερμηνεύει επίσης, καθένας που ακούει και καθένας που ερμηνεύει, αυτά τα άτομα ολοκληρώνουν το έργο με διαφορετικό τρόπο και το ολοκληρώνουν διαφορετικά σε διαφορετικές συνθήκες.

… Ξέρεις, υπάρχουν αυτές οι σχολές στο θέατρο, τύπου Στανισλάφσκι, με ηθοποιούς όπως ο Brando και ο Clint Eastwood, οι οποίοι δεν επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της πρόβας. Αυτοί οι τύποι δεν προβάρουν τα λόγια τους, ξέρεις τώρα, ‘Make my day; Make my day’. Δεν το κάνουν αυτό. Νομίζω ότι όλη η ιστορία είναι να βρεις κάποιου τύπου εσωτερική, θα τολμούσα να πω, Αλήθεια και εάν μπορέσεις και επιστρέψεις σε αυτό το σημείο, κάθε φορά που θα πηγαίνεις εκεί και θα δίνεις την ερμηνεία σου, οι ξεχωριστές λεπτομέρειες  θα διαφέρουν. Το μόνο πράγμα που θα μένει σταθερό θα είναι το μέρος από όπου επανέρχεσαι.

… Είχα παίξει ένα ακόμη μουσικό έργο του (John) Cage, τότε, έργο μουσικής δωματίου και ήταν ένα από εκείνα που είχε γράψει με χοντρό μολύβι ή μάλλον βούρτσα, και πολλές νότες ήταν επίτηδες ασαφείς. Το προσπάθησα λοιπόν, ήμουν και αρκετά νέος, πήγα και τον βρήκα και του λέω: ‘Κύριε Cage, τι νότα υποτίθεται ότι είναι αυτή;’ Δεν μπορούσα να το καταλάβω και αυτός είπε κάτι που, εκείνη την εποχή, με θύμωσε πάρα πολύ, αλλά έχει νόημα εάν το σκεφτείς λίγο παραπάνω. Είπε ‘Απλώς ακροάσου. Και μετά θα ξέρεις τι να κάνεις’

Αυτή η κουβέντα θα έπρεπε να βρίσκεται πάνω από την είσοδο κάθε μουσικού σχολείου! Είναι η πιο σημαντική συμβουλή που μπορείς να δώσεις σε ένα μουσικό και βέβαια, για μένα, ήταν πολύ εκνευριστικό τότε.  Ήθελα μόνο (απλώς) να μου πει ποια νότα ήταν αυτή που έπρεπε να παίξω.»

Περί αυτού πρόκειται: σε κάθε σεμινάριο, σε κάθε επίσκεψη σε Κοινότητα, σε κάθε ομιλία σε γονείς ή μαθητές, στην τάξη ή στο ιατρείο, λίγο πριν ξεκινήσουμε και καθώς αντικρίζω τα πρόσωπα που βρίσκονται γύρω μου, επιστρέφω όχι σε αυτά που πρέπει να πω αλλά  σε εκείνα που με έμαθαν πώς να δημιουργώ ένα τόπο συνάντησης και μάθησης από και με τους άλλους, πώς να ακούω εκείνα που λένε, όσα εννοούν και αυτά που δεν θέλουν να πουν και πώς να ταξιδεύω σε αυτά τα νερά, που κάθε φορά διαφέρουν στην ένταση και το ρυθμό, αλλά παραμένουν στην ουσία τα ίδια. Έτσι, ανεξάρτητα από το θέμα της συνάντησης (επικοινωνία και συγκρούσεις / σχέση γιατρού ασθενή / αυτοφροντίδα και χρήση ουσιών / φροντίδα της στοματικής υγείας των παιδιών / αγωγή στοματικής υγείας κλπ) και το αναγκαίο περιεχόμενο/παρτιτούρα/ρόλος που το χαρακτηρίζει (το οποίο μπορεί να κουβαλάω μαζί μου σε διαφάνειες), οδηγός μου είναι το πώς υπάρχω και όχι το πώς θα τα πω. Και αυτό, υποχρεωτικά, περιλαμβάνει και τους άλλους γύρω μου και τον τρόπο που αλληλοεπηρεαζόμαστε. Είναι δύσκολο να το εκφράσω, για αυτό έβαλα τον Bruce να τα πει.

Νομίζω ότι όλοι είμαστε performers, σχεδόν σε κάθε περίσταση και μάλιστα, πολλές φορές, αυτοσχεδιάζουμε. Είναι όμως η αυθεντικότητά μας (η οποία δεν γνωρίζω επακριβώς πώς αποκτάται) που χαρακτηρίζει τον τρόπο που υπάρχουμε και μας κάνει υποφερτούς και, εάν είμαστε τυχεροί, σημεία αναφοράς για τους άλλους.

Η ζωή, μάλλον, είναι αυτό το πείραμα-παιχνίδι που κάνει ο Bobby Mc Ferrin με το κοινό στο video που ακολουθεί.

Πόσο εύκολο είναι να δεχτείς όσα λέει ο Brian Eno  για το 77 Million Paintings και να τα μεταφέρεις στο πεδίο της εκπαίδευσης ή της υγείας, της πολιτικής και των σχέσεων σε τελική ανάλυση…;

Είναι δυνατόν να υπάρχουμε σε ένα ανοιχτό πλαίσιο, που αντέχει ερμηνείες και διαπιστώσεις αντιφατικές και, μερικές φορές, α-νόητες;  Από ό,τι φαίνεται εκεί υπάρχουμε και μέρος των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε είναι η έλλειψη παραδοχής του γεγονότος.

Γράφει ο Seth Godin: Είναι πολύ πιο εύκολο για έναν οργανισμό να αφομοιώσει νέες λέξεις/εκφράσεις από το να αλλάξει ουσιαστικά έστω και ένα πράγμα. Η πραγματική αλλαγή είναι μία άβολη κατάσταση. Εάν δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση, τότε απλώς έχετε υιοθετήσει κάποιες νέες λέξεις.

Νομίζω ότι η μουσική του Eno, σε κάνει να αισθάνεσαι άβολα, βουτώντας σε διαρκώς στο εναλλασσόμενο συνεχές της ζωής.

Υ.Γ. Δεν υπάρχουν φαντάσματα. Μόνο απώλεια.