Ακόμη δυσκολεύομαι να βρω τα λόγια.

Εννοώ, με ποιο τρόπο να ξεφύγεις από την κοινοτοπία, το προφανές και το ρηχό…

Ένας φίλος, όταν του είπα ότι πρόκειται να πάω στην Τανζανία για 12 ημέρες, με ρώτησε: τι έχεις χάσει και ψάχνεις να βρεις; Κάποια άλλη, είπε ότι εκεί πεθαίνουν από το Aids σαν τα κουνούπια, δεν φοβάσαι; Οι λίγοι, που ξέρανε, μίλησαν απλώς για τα κουνούπια.

Οι υπηρεσίες ενός οδοντιάτρου είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες, ιδιαίτερα σε φιλανθρωπικές αποστολές για χώρες του Τρίτου Κόσμου, αποστολές με διαφορετικά σημεία εκκίνησης και επιδιώξεις: παροχή φροντίδας υγείας, οργάνωση υπηρεσιών, μεταφορά φαρμάκων, εκπαίδευση και άλλα. Όταν η Ελένη, πριν από ένα χρόνο περίπου, πρότεινε να ταξιδέψουμε στην Τανζανία και την Ουγκάντα μαζί με άλλους -γιατρούς και μη- προκειμένου να υποστηρίξουμε την προσπάθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας να οργανώσει ένα νοσοκομείο σε μία φτωχή επαρχία της χώρας, εννοείται ότι δεν το πολυσκέφτηκα. Κυρίως επειδή ένιωθα την ανάγκη να επισκεφθώ αυτό που μόνο από την τηλεόραση και τα βιβλία είχα γνωρίσει, να μυρίσω τον αέρα, να αγγίξω ανθρώπους, να δω τι γίνεται εκεί κάτω, τέλος πάντων και ό,τι άλλο προκύψει.

Τι κουβάλησα πίσω στην Ελλάδα, από αυτό το ταξίδι στην Κεντρική Αφρική;

Καθώς οι μέρες περνούσαν και παρατηρούσα τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων (πρόσωπα όπως αυτά που βλέπετε στο βιντεάκι) κάποια στιγμή ήρθε στο μυαλό μία φωτογραφία του πατέρα μου καθισμένου σε μία καρέκλα δίπλα σε ένα ξαδερφάκι του -λερωμένα γόνατα, πολυφορεμένα ρούχα, αδυνατισμένο πρόσωπο- γύρω στα 6 και οι δύο, σε ένα φωτογραφείο στην Πτολεμαϊδα, φωτογραφία που την έχω να μου θυμίζει πόσο πολύ μοιάζαμε φυσιογνωμικά πατέρας και γιος, λες και οι διαφορες μας είχαν ανάγκη ένα αντίπαλο δέος για να γεφυρωθούν. Αυτή η εικόνα, λοιπόν, με έκανε να σκεφτώ ότι κάποτε, όχι πολλά χρόνια πριν, η χώρα που ζούμε σήμερα και άνθρωποι όχι πολύ μακρινοί -γονείς, παππούδες, θείοι- δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τις περιοχές και τους ανθρώπους που συνάντησα σε αυτό το ταξίδι. Ειδικά, εάν τους βλέπεις με τα μάτια ενός πλούσιου Δυτικού (βλ. Αμερικάνου, Βρεττανού κλπ) φιλάνθρωπου, έτοιμου να δακρύσει στο δράμα και τις δυσκολίες κάποιων δυστυχισμένων συνανθρώπων του, έτοιμου να βοηθήσει με χρήματα, τροφή, φάρμακα, εκπαίδευση έτσι ώστε να «αλλάξει βρε αδερφέ η κατάστασις», έτοιμου να επιστρέψει στην μήτρα της λατρεμένης του πατρίδας. Ναι.

Και σκέφτηκα ότι ήρθε  η δική μας σειρά, να κοιτάξουμε συμπονετικά αυτούς τους «άλλους» (οι μαύροι, οι κίτρινοι, οι χλωμοί… ταξιδεύουμε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, τέλος πάντων, που έχουμε πέσει πάνω σε όλα τα χρώματα), να αλλάξουμε ρόλο, να γίνουμε  οι δυνατοί και να αναρωτηθούμε: μα πώς ζούνε βρε παιδάκι μου εδώ πέρα; Δίχως καθαρό νερό, ούτε ρεύμα, μόνο κινητά τηλέφωνα και μπανάνες… Μα πόσες χιλιετίες πίσω έχουμε γυρίσει; Γιατί δεν κάνουν κάτι να αλλάξουν τα πράματα;

Αλήθεια, γιατί δεν κάνουν κάτι να αλλάξουνε τα πράματα; Αλλάζω τον αποδέκτη:

Αλήθεια, γιατί δεν κάνουμε κάτι να αλλάξουνε εδώ τα πράματα; Ή μήπως δεν χρειάζεται;

Ίσως είμαστε ικανοποιημένοι με το είδος της εκπαίδευσης που υπάρχει στη χώρα.

Ίσως είναι όλα εντάξει στα ζητήματα περίθαλψης και φροντίδας της υγείας.

Ίσως έχουμε συνηθίσει την ιδέα της αβεβαιότητας, της καταπίεσης και της εξουθένωσης στην ιδιωτική απασχόληση.

Ίσως ο Δημόσιος Τομέας να μην χρειάζεται την αποδέσμευση από τους κομματικούς μηχανισμούς, το βάφτισμα στην αξιοκρατία και την απογύμνωση από το βόλεμα, την απουσία λογοδοσίας, τον παράνομο πλουτισμό, το αδιανόητο τίποτα…

Ίσως αντέχουμε αυτό το παράξενο υβρίδιο τηλεοπτικής δημοκρατίας, που προσδιορίζει το παιχνίδι, τους κανόνες και κυρίως το τελικό αποτέλεσμα.

Ίσως οι ανάγκες μας για Πολιτισμό να περιορίζονται στο Νέο Μουσείο τάδε και στα εγκαίνια της καινούριας πτέρυγας στο Μέγαρο δείνα.

Ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα στη χώρα είναι, πράγματι, οι μετανάστες.

Αυτοί οι Αφρικάνοι που έρχονται στη χώρα μας γιατί νομίζουν ότι εδώ θα βρουν δουλειά και τελικά γίνονται πρεζέμποροι, σωματέμποροι και βρωμίζουν τις πόλεις μας.

Γιατί δεν κάθονται πίσω στη δική τους χώρα και να κάνουν, επιτέλους, κάτι για να αλλάξουν εκεί τα πράγματα!!!

Ναι…

Ίσως κάπως έτσι να σκέφτονται και στην Τανζανία. Στην κάθε Τανζανία. Ίσως για αυτό έρχονται εδώ. Γιατί επιθυμούν να φύγουν από την μιζέρια του τίποτα.Ίσως, για αυτούς που μένουν πίσω, να μην χρειάζεται να αλλάξει τίποτα.

Δεν είναι κακό να κολυμπάς στα βαλτόνερα. Είναι άσχημο, όμως, να νομίζεις ότι είσαι σε πισίνα.

Τι έφερα πίσω μαζί μου από αυτό το ταξίδι;

Τέσσερις νέους φίλους, κάτι μυστήρια βότανα και μια δυο ιστορίες για ένα λεωφορείο που έμεινε στην μέση του πουθενά και για την σημασία των starbucs στην κατανόηση του Δυτικού πολιτισμού. Ειδικά εάν πρόκειται για το κατάστημα στο αεροδρόμιο στο Κάιρο.